καταληπτήρ

καταληπτήρ
καταληπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) [καταλαμβάνω]
1. ο ιμάντας με τον οποίο δένεται κάτι
2. αρχιτ. μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο μέρος τού στυλοβάτη πάνω στους οποίους εγείρονται οι κίονες
3. η συναρμογή, ο σύνδεσμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταληπτήρ — strap for holding fast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”